-
1 δώρο
δώρο το1) подарок;2) дар:Άγια / Τίμια Δώρα — Святые / Честные Дары, причастиеδώρο Θεού / εξ ουρανού — дар Бога / с небесЭтим.< дргр. δώρον < δι-δω-μι «давать» -
2 δωρό-δειπνος
δωρό-δειπνος, der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgiebt, Ath. XV, 701 b.
-
3 δωρο-τελέω
δωρο-τελέω, Geschenke zollen, sein Gelübde bezahlen, Orac. bei Dem. 48, 66.
-
4 δωρο-φόρος
-
5 δωρο-φορικός
δωρο-φορικός, ή, όν, Geschenke bringend; Plat. Soph. 222 d; στολή, als Geschenk dargebracht, Ael. V. H. 1, 22.
-
6 δωρο-φορέω
-
7 δωρο-φορία
δωρο-φορία, ἡ, das Geschenkebringen, Alciphr. 1, 6 u. a. Sp.
-
8 δωρο-φάγος
δωρο-φάγος, Geschenke fressend, gierig nach Geschenken; Hes. O. 219. 226; Pol. 6, 9, 7.
-
9 δωρο-κοπέω
δωρο-κοπέω, bestechen, LXX.
-
10 δωρο-κοπία
δωρο-κοπία, ἡ, Bestechung, LXX.
-
11 δωρο-δότης
δωρο-δότης, ὁ, Geschenkgeber, λάϑας, heißt Bacchus, Mel. 6 (XII, 49).
-
12 δωρο-δόκος
δωρο-δόκος, 1) Geschenke annehmend, bestechlich; neben φιλοχρήματος Plat. Rep. III, 390 d; Ar. Equ. 401; Din. 1, 41 u. Folgde. – 2) Geschenke gebend, bestechend, VLL., z. B. B. A. 242, καὶ ὁ διδοὺς καὶ ὁ λαμβάνων.
-
13 δωρο-δόκημα
δωρο-δόκημα, τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.
-
14 δωρο-ξενίας
-
15 δωρο-δοκηστί
δωρο-δοκηστί, durch Annehmen eines Geschenkes, durch Bestechung, kom. Anspielung auf δωριο τί, Ar. Equ. 991.
-
16 δωρο-δοκέω
δωρο-δοκέω, 1) Geschenke annehmen, bes. als Bestechung, sich bestechen lassen, absol., Her. 6, 82; πολὺ ἀργύριον 6, 72, durch vieles Geld; χρυσόν Plat. Rep. IX, 590 a; pass. τὸ δεδωροδοκημένον χρυσίον Din. 1, 66; ἀπό τινος, Ar. Vesp. 669; vgl. Lys. 21, 22. 28, 3; Dem. öfter, z. B. 18, 45, καὶ διαφϑείρεσϑαι ἐπὶ χρήμασι. – 2) bestechen, τινά ( Dem. 9, 45 ist zw.), Strat. 46 (XII, 204); τὸ δικαστήριον D. Sic. 13, 64. Dah. pass., bestochen werden, sich bestechen lassen (Xen. An. 7, 6, 17 ist jetzt das act. hergestellt), Pol. 6, 56, 2. 26, 3, 14; Dion. Hal. 4, 55.
-
17 δωρο-δοκία
δωρο-δοκία, ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.
-
18 δωρο-δέκτης
δωρο-δέκτης, ὁ, der gern Geschenke nimmt, LXX.
-
19 δωρο-ληπτέω
δωρο-ληπτέω, Geschenke annehmen, Eust.
-
20 δωρο-ληψία
δωρο-ληψία, ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.
См. также в других словарях:
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
δώρο — το χάρισμα, προσφορά: Το αυτοκίνητο που οδηγώ είναι δώρο των γονιών μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Doro Theou — Δώρο Θεού Studio album by Katy Garbi Released June 23, 1999 … Wikipedia
Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины … Википедия
δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… … Dictionary of Greek
αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek